Στην παλιά μ γειτονιά, είχαμε μια γειτόνισσα... Μια κυρία που γενικά δεν μιλούσε πολύ... από μικρή την θυμόμουν με κλειστό το στόμα και με μια σκούπα στο χέρι.
Πέρασαν λοιπόν τα χρόνια. είχα μεγαλώσει πλέον και γυρνάω μια μέρα στο σπίτι. Θα έμενα για καμια βδομάδα.
Κάθομαι στο μπαλκόνι βγαίνει η γειτόνισσα και την χαιρετάω με ένα χαμόγελο. Μιλάμε για λίγο και μετά συνειδητοποιώ ότι η ώρα πέρασε και βιάζομαι.
Παίρνω λοιπόν τις βαλίτσες να της πάω μέσα. Παραδίπλα ήταν ένας παιδικός μ φίλος. Παλιά κάναμε πολύ παρέα, είμαστε όλη μέρα μαζί σχεδόν...
Εντελώς κατά λάθος-λόγω τιμής-, εκεί που πάω να ανεβάσω τις βαλίτσες απ τη σκάλα, η μια μου πέφτει απ τα χέρια και προσγειώνεται μπροστά απ τα πόδια του.Τον κοιτάω στα μάτια. Με κοιτάει και αυτός και με αγνοεί... μετά σηκώνεται και φεύγει. Έτσι απλά. Χωρίς να με βοηθήσει.
Η γειτόνισσα παρακολουθούσε την φάση. Γέλασε ειρωνικά και ήρθε δίπλα μου. Σήκωσε τη βαλίτσα και την πήγε μέσα. Έμεινε να με βοηθήσει να τακτοποιήσω λίγο, έβαλε και μια σκούπα ενώ εγώ ξεσκόνιζα και μετά της πρόσφερα καφέ. Αφού άρχισε τα γνωστά, ότι ομόρφυνα και μεγάλωσα, και ενώ περνούσαμε πολύ ώρα να μιλάμε, ξαφνικά σώπασε.
Εγώ είχα μείνει για λίγο αφηρημένη. Σκεφτόμουν τη σκηνή με τον παιδικό φίλο. Με μπέρδεψε λίγο.
Αυτή, λες και διάβασε τη σκέψη μου, χαμογέλασε, κάπως περίεργα και μου έπιασε το χέρι.
"Αχ κούκλα μου..." μου είπε..."Ο καλός, καλό δε βλέπει!"
Και μετά από λίγο έφυγε. Αφού γέλασε λίγο με την απορημένη και ηλίθια έκφραση στο πρόσωπό μ.
Θα ακουγόταν χαζό.. Αλλά η έκφραση, το χαμόγελο και τα λόγια της μου έχουν μείνει στο μυαλό!...
Πέρασαν λοιπόν τα χρόνια. είχα μεγαλώσει πλέον και γυρνάω μια μέρα στο σπίτι. Θα έμενα για καμια βδομάδα.
Κάθομαι στο μπαλκόνι βγαίνει η γειτόνισσα και την χαιρετάω με ένα χαμόγελο. Μιλάμε για λίγο και μετά συνειδητοποιώ ότι η ώρα πέρασε και βιάζομαι.
Παίρνω λοιπόν τις βαλίτσες να της πάω μέσα. Παραδίπλα ήταν ένας παιδικός μ φίλος. Παλιά κάναμε πολύ παρέα, είμαστε όλη μέρα μαζί σχεδόν...
Εντελώς κατά λάθος-λόγω τιμής-, εκεί που πάω να ανεβάσω τις βαλίτσες απ τη σκάλα, η μια μου πέφτει απ τα χέρια και προσγειώνεται μπροστά απ τα πόδια του.Τον κοιτάω στα μάτια. Με κοιτάει και αυτός και με αγνοεί... μετά σηκώνεται και φεύγει. Έτσι απλά. Χωρίς να με βοηθήσει.
Η γειτόνισσα παρακολουθούσε την φάση. Γέλασε ειρωνικά και ήρθε δίπλα μου. Σήκωσε τη βαλίτσα και την πήγε μέσα. Έμεινε να με βοηθήσει να τακτοποιήσω λίγο, έβαλε και μια σκούπα ενώ εγώ ξεσκόνιζα και μετά της πρόσφερα καφέ. Αφού άρχισε τα γνωστά, ότι ομόρφυνα και μεγάλωσα, και ενώ περνούσαμε πολύ ώρα να μιλάμε, ξαφνικά σώπασε.
Εγώ είχα μείνει για λίγο αφηρημένη. Σκεφτόμουν τη σκηνή με τον παιδικό φίλο. Με μπέρδεψε λίγο.
Αυτή, λες και διάβασε τη σκέψη μου, χαμογέλασε, κάπως περίεργα και μου έπιασε το χέρι.
"Αχ κούκλα μου..." μου είπε..."Ο καλός, καλό δε βλέπει!"
Και μετά από λίγο έφυγε. Αφού γέλασε λίγο με την απορημένη και ηλίθια έκφραση στο πρόσωπό μ.
Θα ακουγόταν χαζό.. Αλλά η έκφραση, το χαμόγελο και τα λόγια της μου έχουν μείνει στο μυαλό!...